- ελαιοπυξίδα
- ή ελαιολεκάνη, ηδοχείο λαδιού που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό κάλυμμα τών στρεφόμενων μερών (αξόνων, κάρτερ μηχανών εσωτερικής καύσεως κ.λπ.) μιας μηχανής ή λεπτών μηχανισμών και το οποίο περιέχει ορυκτέλαιο για λίπανση αυτών τών μερών (κυρίως για σιδηροδρομικά οχήματα).
Dictionary of Greek. 2013.