ελαιοπυξίδα

ελαιοπυξίδα
ή ελαιολεκάνη, η
δοχείο λαδιού που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό κάλυμμα τών στρεφόμενων μερών (αξόνων, κάρτερ μηχανών εσωτερικής καύσεως κ.λπ.) μιας μηχανής ή λεπτών μηχανισμών και το οποίο περιέχει ορυκτέλαιο για λίπανση αυτών τών μερών (κυρίως για σιδηροδρομικά οχήματα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κάρτερ — το τεχνολ. μεταλλικό ή πλαστικό περίβλημα που χρησιμεύει για τη στεγανωτική προστασία ενός ή περισσότερων κινούμενων μηχανικών οργάνων και ως δεξαμενή λιπαντικού ελαίου, η ελαιοπυξίδα ή ελαιοδεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Άγγλου εφευρέτη J. Η.… …   Dictionary of Greek

  • στροφαλοθάλαμος — ο, Ν (μηχανολ.) ελαιοπυξίδα που περικλείει τον στροφαλοφόρο άξονα εμβολοφόρας μηχανής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”